- αναλογητικός
- ἀναλογητικός, -ή, -όν (Α) [ἀναλογῶ]οπαδός τής αναλογίας στη γλώσσα (βλ. αναλογικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναλογητικόν — ἀναλογητικός proportional masc acc sg ἀναλογητικός proportional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογητικοί — ἀναλογητικός proportional masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογητικοῦ — ἀναλογητικός proportional masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογητικῆς — ἀναλογητικός proportional fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)